Hino Nacional da Grécia (Hino à Liberdade)
- Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη. - Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί. - ‘Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. - Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. - Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά - Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ’ ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές. - Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα πλήθος αίμα ελληνικό. - Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά. - Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί. - ‘Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά. - ΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ‘βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί. - Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί. - Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή. - Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή. - Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ’ εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ’ άνθια και καρπούς, - εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή. - ΄Ολοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά. - Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά, - μ’ όλον πού ‘ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά». - Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή. - Απ’ τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό. - Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ’ άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ’ οργής. - Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν’ δυνατά·
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά. - Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού· - και σ’ εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ’ έκρωζ’ ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί. - ΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς· - σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό· - οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή. - Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ’ εκείνο αντισταθεί. - Το θηρίο π’ ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά· - τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά· - Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί. - Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς. - Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν’ άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή. - Σου προβαίνουνε και τρίζουν για να ιδείς πως ειν’ πολλά·
δεν ακούς που φοβερίζουν άνδρες μύριοι και παιδιά; - Λίγα μάτια, λίγα στόματα θα σας μείνουνε ανοιχτά.
για να κλαύσετε τα σώματα που θε νά ‘βρει η συμφορά! - Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή·
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί. - Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν’ ανεβεί. - Μέτρα! Ειν’ άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν·
τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν. - Εκεί μέσα ακαρτερείτε την αφεύγατη φθορά·
να, σας φθάνει· αποκριθείτε στης νυκτός τη σκοτεινιά! - Αποκρίνονται και η μάχη έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη αντιβούιζε φοβερά. - Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών. - Α, τι νύκτα ήταν εκείνη που την τρέμει ο λογισμός!
΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει πάρεξ θάνατου πικρός. - Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος του πολέμου, και οι καπνοί, - και οι βροντές και το σκοτάδι οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον ΄Αδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά· - Τ’ ακαρτέρειε. Εφαίνον’ ίσκιοι αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ακόμη εις το βυζί. - ‘Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει τα κρεβάτια τα στερνά. - Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν’ άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή. - Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια εις τους αγρούς·
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη εσκεπάζοντο απ’ αυτούς. - Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή. - ‘Ετσι χάμου εις την πεδιάδα μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό, - Eάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, οπού οι κλώνοι αντικτυπούν. - Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν’ αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά· - και χορεύοντας μανίζουν εις τους ΄Ελληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν με τα χέρια τα ψυχρά. - Εκειό το έγγισμα πηγαίνει βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά. - Τότε αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά. - Κτυπούν όλοι απάνου κάτου· κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου χώρις να δευτερωθεί. - Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες κι εκείθενε η ψυχή
απ’ το μίσος που την καίει πολεμάει να πεταχθεί. - Της καρδίας κτυπίες βροντάνε μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε περισσότερο ειν’ γοργά. - Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι, ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
γι’ αυτούς όλους το παν είναι μαζωμένο αντάμα εκεί. - Τόση η μάνητα κι η ζάλη, που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ’ άλλη δεν είν΄ ένας ζωντανός. - Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές, - και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά. - Προσοχή καμία δεν κάνει κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει, φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί; - Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο και λες κι είναι εις την αρχή. - Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά». - Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά». - Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί·
παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί. - Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
‘Ολοι χάμου εκείτοντ’ όλοι εις την τέταρτην αυγή. - Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά. - Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ! - Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι· δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά. - Εις τον ήσυχον αιθέρα τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα, τα βελάσματα το αρνί. - Τρέχουν άρματα χιλιάδες σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες δεν ψηφούν τον αριθμό. - Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας·
τα παιδιά σας θελ’ ιδείτε πόσο μοιάζουνε με σας. - ‘Ολοι εκείνοι τα φοβούνται και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται κι όλοι χάνουνται απ’ εδώ. - Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο· - και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού. - Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία, που ότι θέλεις ημπορείς.
εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς. - Στη σκια χεροπιασμένες, στη σκια βλέπω κι εγώ
κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό. - Στο χορό γλυκογυρίζουν ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά. - Η ψυχή μου αναγαλλιάζει πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς. - Μες στα χόρτα, τα λουλούδια, το ποτήρι δεν βαστώ·
φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ. - Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! - Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού. - Σου ‘λθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό, - «σ’ αυτό», εφώναξε, «το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά. - Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το θυμιατό. - Αγρικάει την ψαλμωδία οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή. - Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ’, άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ! - Α, το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρίθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη. - Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως. - Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις, κι εις το τέταρτο κτυπάς. - Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής. - Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε: “Εγώ ειμ’ ‘Αλφα, Ωμέγα εγώ·
πέστε, που θ’ αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ; - Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, που, μ’ αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω, σαν δροσιά θέλει βρεθεί. - Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα, ζώα και δέντρα και θνητούς. - Και το παν το κατακαίει, και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει μες στη στάχτη τη λεπτή”». - Κάποιος ήθελε ερωτήσει: Του θυμού Του εισ’ αδελφή;
Ποιος είν’ άξιος να νικήσει ή με σε να μετρηθεί; - Η γη αισθάνεται την τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά. - Την αισθάνονται και αφρίζουν τα νερά, και τ’ αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν σαν ρυάζετο θηριό. - Κακορίζικοι, πού πάτε του Αχελώου μες στη ροή
και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή - να αποφύγετε; Το κύμα έγινε όλο φουσκωτό·
εκεί ευρήκατε το μνήμα πριν να ευρείτε αφανισμό. - Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει τες βλασφήμιες του θυμού. - Σφαλερά τετραποδίζουν πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιντρίζουν και πατούν εις τα κορμιά. - Ποίος στο σύντροφον απλώνει χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει όσο που να νεκρωθεί. - Κεφαλές απελπισμένες, με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ’ άστρα σηκωμένες για την ύστερη φορά. - Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη του Αχελώου νεροσυρμή-
το χλιμίντρισμα και οι κρότοι και του ανθρώπου οι γογγυσμοί. - Έτσι ν’ άκουα να βουίξει τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει κάθε σπέρμα αγαρηνό! - Και εκεί πού ‘ναι η Αγία Σοφία μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ’ άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά, - σωριασμένα να τα σπρώξει η κατάρα του Θεού,
κι απ’ εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού. - Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει, κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ’ αργό πάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους και ας μετρά. - Ένα λείψανο ανεβαίνει τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει και δεν φαίνεται, και πλιο - και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός·
πάντα, πάντα περισσεύει· πολύ φλοίσβισμα και αφρός. - Α, γιατί δεν έχω τώρα τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα οπού εσβιούντο οι μισητοί, - το Θεόν ευχαριστούσε στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε αναρίθμητος λαός. - Ακλουθάει την αρμονία η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία, μ’ ένα τύμπανο τερπνόν - και πηδούν όλες οι κόρες με τσ’ αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες, με τα τύμπανα κι εκειές. - Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη. - Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·
όμως, όχι, δεν είν’ ξένο και το πέλαγο για σε. - Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει κύματ’ άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει, κι είναι εικόνα σου λαμπρή. - Με βρυχίσματα σαλεύει που τρομάζει η ακοή·
κάθε ξύλο κινδυνεύει και λιμνιώνα αναζητεί. - Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνειτου γλαυκότατου ουρανού. - Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο, στην ξηράν εσύ ποτέ·
όμως όχι δεν είν’ ξένο και το πέλαγο για σέ. - Περνούν άπειρα τα ξάρτια, και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια, τα ολοφούσκωτα πανιά. - Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις, και αγκαλά δεν είν’ πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις, άλλα παίρνεις, άλλα καις. - Μ’ επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις εναντίον τους κεραυνό. - Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει, και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει με αιματόχροη βαφή. - Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι και δεν μνέσκει ένα κορμί·
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί. - Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ’ εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί. - Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί. - ‘Ολοι κλαψτε· αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς·
κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος ωσάν να ‘τανε φονιάς! - ‘Εχει ολάνοικτο το στόμα π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα·λες πως θε να ξαναβγεί - η κατάρα που είχε αφήσει, λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει κι ημπορει να πολεμει - Την ακούω, βροντάει, δεν παύει εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει την αιώνιαν αστραπή. - Η καρδιά συχνοσπαράζει. Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει με το δάκτυλο η θεά. - Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ’ ανησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά: - «Παλληκάρια μου, οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά. - Απ’ εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει που τες δάφνες σας μαδεί. - Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη, αχ, το νου σάς τυραννεί. - Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει, “πάρ’ το”, λέγοντας, “και συ”. - Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά·
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά. - Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή. - Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
“Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά”. - Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα όμοιαν έχει την τιμή. - Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλισθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά. - Πόσο λείπει, στοχασθείτε, πόσο ακόμη να παρθεί·
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ’ ακολουθεί. - Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ!» - Το σημείον που προσκυνάτε είναι τούτο, και γι’ αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα το σκληρό. - Ακατάπαυστα το βρίζουν τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν και την πίστη αναγελούν. - Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να εκδικηθώ. - Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή. - Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ καταβοά·
δεν ειν’ φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά. - Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής; - Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!”».
“Διονύσιος Σολωμός”